- μεθοδισμός
- Θρησκευτικό κίνημα, προερχόμενο από την αγγλικανική Εκκλησία. Ιδρύθηκε από τους αδελφούς Τζων και Τσαρλς Γουέσλεϊ και από τον Τζωρτζ Γουάιτφιλντ στο πρώτο μισό του 18ου αιώνα (1739). Έχει αντιορθολογιστικό και αντιδιανοουμενίστικο χαρακτήρα, ο οποίος στηρίζεται σε μία αναπροσαρμογή των 39 Άρθρων της αγγλικανικής Εκκλησίας. Απέβλεπε στο να ανανεώσει και να ενισχύσει τη θρησκευτική συνείδηση του αγγλικού λαού, καταπολεμώντας τον θεοφωτισμό και τον ντεϊσμό, αντιλήψεις που ήταν ευρύτατα διαδεδομένες στις γραμμές του αγγλικανικού κλήρου. Η θεωρία του στηριζόταν στην εσωτερική εμπειρία της ανανέωσης της πίστης και σε μια αυστηρή μέθοδο εσωτερικής εξέτασης και οργάνωσης της συλλογικής ζωής. Το κίνημα ήταν διαρθρωμένο σε ομίλους και σε τάξεις και είχε μια πολύπλοκη ιεραρχία οργάνων και ιεροπραξιών. Σταδιακά, ο μ. –που παρουσίαζε μεγάλη ζωτικότητα τόσο με την αποτελεσματική οργανωτική μορφή του όσο και με τη ρωμαλέα θρησκευτική του έμπνευση– αποσπάστηκε από την αγγλικανική Εκκλησία, η οποία είχε αρχίσει να τον διώκει, αποτελώντας μία από τις σημαντικότερες αιρέσεις των διαφωνούντων. Η επίδραση που υπέστη με τη σειρά του ο μ. από άλλες αιρέσεις προξένησε πολλές αποσχίσεις, ενώ από τη μεθοδιστική διδασκαλία επηρεάστηκε κατά ένα μέρος η κίνηση των ευαγγελιστών, η οποία αναπτύχθηκε στο εσωτερικό της αγγλικανικής Εκκλησίας. Σήμερα, ο μ. περιλαμβάνει μεγάλη ποικιλία αιρέσεων και θρησκευτικών ομάδων διαμαρτυρομένων, οι οποίοι δρουν σχεδόν αποκλειστικά στις αγγλοσαξονικές χώρες και ακολουθούν σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό την αρχική διδασκαλία.
Ο Τζον Γουέσλεϊ, ιδρυτής της μεθοδιστικής Εκκλησίας, σε πίνακα του Φρανκ Σόλσμπερι.
* * *οθρησκειολ. θρησκευτική αίρεση τού αγγλικανισμού διακρινόμενη για την μεγάλη αυστηρότητα στην τήρηση τών ηθικών αρχών.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. methodism < μέθοδος. Η λ. μαρτυρείται από το 1811 στο περιοδικό Ερμής οΛόγιος].
Dictionary of Greek. 2013.